- ἀσκώματα
- ἄσκωμαleather paddingneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λίνο — το (AM λίνον) 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια λινίδες 2. το πιο σημαντικό είδος αυτού τού φυτού, το λινάρι μσν. αρχ. κλωστή από λινάρι αρχ. 1. κάθε πράγμα κατασκευασμένο από… … Dictionary of Greek
υστεριίδες — (Hysteriaceae). Οικογένεια ασκομύκητων της τάξης των δισκομύκητων. Χαρακτηρίζεται από μακρουλά ασκώματα με στενή σχισμή, η οποία απλώνεται σε όλο το άσκωμα. Η οικογένεια αυτή αριθμεί πολλά είδη, σαπρό φυτα ή και παράσιτα … Dictionary of Greek